Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Το υπογράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, δημοσιογράφος, ενθουσιώδης οπαδός της τεχνολογίας που σχετίζεται με την επικοινωνία, υπεύθυνος για πολλά blogs και sites και… πρωταθλητής των social media. Άλλα βιβλία του ίδιου: Πέρα από την Καταιγίδα (εκδ. Οξύ), Αληθινές Ιστορίες (εκδ. Intro Books). Δείτε επίσης τους δυο “κόμβους” του: http://www.februarios.com/ και http://www.georgakopoulos.org/
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του Φεβρουάριου;
Όλο αυτό το πράγμα ήταν μία πρόκληση, ψυχική και βεβαίως σωματική. Το να μη χάσω καμία μέρα, το να φτιάχνω ένα κείμενο αξιοπρεπές με τετραψήφιο αριθμό λέξεων που ταυτόχρονα να εντάσσεται και στο ευρύτερο πλαίσιο ενός βιβλίου, και την ίδια στιγμή το να φροντίζω τα του site, ώστε να εμφανίζονται όλα όπως πρέπει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τους αναγνώστες, ήταν ένα έργο πολύ δύσκολο. Υπήρξαν ημέρες που έφτανε απόγευμα και δεν ήξερα πού θα πάω την ιστορία. Υπήρξαν νύχτες που τις πέρασα γράφοντας, προσπαθώντας να τελειώσω το κεφάλαιο πριν ανατείλει ο ήλιος και ξυπνήσουν οι αναγνώστες –και ξέροντας ότι η μέρα που ξημέρωνε θα απαιτούσε από εμένα ακριβώς τα ίδια, ξανά.
Η επιρροή τους ήταν εξ’ ορισμού μεγάλη καθώς μου επέβαλαν την καθημερινή τριβή με το κείμενο και την τήρηση του προγράμματος χωρίς καμία παρέκκλιση. Τα σχόλιά τους ήταν ενίοτε πολύ πρακτικά και χρήσιμα (από τη διόρθωση ορθογραφικών λαθών μέχρι την επισήμανση σημαντικών σφαλμάτων ασυνέχειας στην πλοκή) και βέβαια μου έδιναν κουράγιο και μου ανανέωναν την όρεξη. Αλλά οι σημαντικότερες επιρροές τους στο ίδιο το κείμενο ήταν δύο:
– Με ανάγκαζαν να «ανεβάζω» καθημερινά ένα κείμενο πολύ πιο έτοιμο και προσεγμένο από ό,τι θα ήταν αν έγραφα ένα βιαστικό πρώτο δοκίμιο μόνος.
– Με ανάγκασαν εμμέσως να συμπεριλάβω στην πλοκή στοιχεία της καθημερινότητας που δεν ήταν οργανικά απαραίτητα στο βιβλίο (αν το δει κανείς ώς κάτι ολοκληρωμένο, στο τέλος), αλλά που μόνο σκοπό είχαν να τους προσφέρουν μια καλύτερη, πιο ζωντανή εμπειρία την ημέρα που διάβαζαν κάθε νέο κεφάλαιο. Τα περισσότερα από αυτά στην επιμέλεια θα αφαιρεθούν.
Έχετε πει χαριτολογώντας, ή μάλλον κυριολεκτώντας, ότι πριν από κάποια σημαντική εμφάνιση μπροστά στο κοινό, για να απαλλαγείτε από το τρακ, φαντάζεστε το ακροατήριό σας γυμνό. Και τους αναγνώστες των βιβλίων σας;
Όχι. Μέχρι τώρα. Από τούδε και στο εξής, ναι. Για πάντα.
Τι σας οδήγησε να γράψετε ένα βιβλίο με θέμα την απώλεια; Ανακαλύψατε κάτι καινούργιο σε σχέση με την αντιμετώπισή της;
Ο φόβος της απώλειας είναι κάτι που υπάρχει στο φόντο της ζωής όλων, αλλά τα τελευταία χρόνια για τους περισσότερους από εμάς έχει έρθει με διάφορους τρόπους στο προσκήνιο. Αναφέρομαι στην οικονομική κρίση, βεβαίως. Κι αυτό είναι κάτι που το ζούμε μαζί, ταυτόχρονα. Βρίσκω το θέμα συναρπαστικό, μοναδικής σημασίας για τη γενιά μας. Ήθελα οπωσδήποτε να γράψω γι’ αυτό, αλλά είναι δύσκολο να προσεγγιστεί λογοτεχνικά όταν ακόμα είμαστε μέσα, στο επίκεντρο, δεν έχουμε απόσταση και προοπτική. Γι’ αυτό νομίζω δεν βλέπουμε ακόμα πολλά πράγματα να γράφονται πάνω στο θέμα της ελληνικής κατάρρευσης. Θα δούμε στα επόμενα χρόνια, είμαι σίγουρος. Εγώ βιαζόμουν λίγο.
Έχουν τα ονόματα των ηρώων σας κάποια ιδιαίτερη σημασία, είτε για εσάς προσωπικά, είτε για τον τρόπο που κανείς θα αντιληφθεί την ιστορία σας;
Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει ένας συμβολισμός αρκετά προφανής (στο όνομα της συζύγου του ήρωα, ας πούμε, ή του καλύτερου φίλου του), σε άλλες λιγότερο. Όταν έβαλα το όνομα «Ανδρέας Πέρκιζας» στο Google, ας πούμε, μου βγήκε πρώτο αποτέλεσμα ένα άρθρο με τίτλο «Η μεγάλη ληστεία της Ελλάδας». Πράγμα που όπως καταλαβαίνει όποιος διάβασε το βιβλίο, είναι απόλυτα ταιριαστό. Αλλά τα ονόματα σε πολλές περιπτώσεις είναι και εμπόδιο. Γι’ αυτό ο ήρωας δεν έχει.
Οι ομοιότητες με πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής επικαιρότητας σε ένα βιβλίο που γράφεται λουσμένο σε ρεαλιστικό φως, ήταν αναμενόμενες. Με τι πρόθεση τις χρησιμοποιήσατε;
Κάποιες, όπως τα επεισόδια της 12ης Φεβρουαρίου, έγιναν οργανικό κομμάτι της πλοκής. Άλλα, όπως επέτειοι, ιστορικά στοιχεία και ειδήσεις, ταίριαζαν με τις ιδέες που πηγάζουν από την πλοκή ή από το μυαλό του ήρωα, και χρησιμοποιήθηκαν για να τις υποστηρίξουν και να τις υπογραμμίσουν. Και υπήρχαν και κάποια στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν μόνο και μόνο για να κάνουν την εμπειρία των αναγνωστών που διάβαζαν το κάθε κεφάλαιο τη μέρα που γράφτηκε –και τη μέρα που είχαν μόλις ζήσει-, λίγο πιο ζωντανή. Για να τους ξεκλέψω αυτό το μικρό χαμόγελο της αναγνώρισης.
Κατά τη γνώμη μου, υποβόσκει ένας μισογυνισμός στον Φεβρουάριο. Ο κεντρικός του ήρωας αυτοχαρακτηρίζεται ως μισάνθρωπος. Είναι όμως και μισογύνης;
Κάθε μισάνθρωπος βλέπει φανταχτερά και ανάγλυφα τα τρωτά της ανθρώπινης φύσης παντού. Εξ’ ορισμού θα βλέπει φανταχτερά και ανάγλυφα τα τρωτά της θηλυκής φύσης. Πέρα από αυτό, όμως, δεν πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα μισυγύνης. Η συμπεριφορά του πηγάζει περισσότερο από έναν εγωιστικό κυνισμό που προβάλλεται σε όποιον έχει απέναντί του με τον αντίστοιχο τρόπο.
Από τα κομμάτια της επικαιρότητας που γλίστρησαν στις σελίδες του βιβλίου, ποιο ήταν το αγαπημένο σας;
Η καταρρακτώδης βροχή που έπεσε την 6η Φεβρουαρίου ήταν αφορμή να γράψω μια από τις αγαπημένες μου σκηνές στο δεύτερο μισό του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Το μεγαλύτερο μέρος του το έγραψα στο αυτοκίνητό μου, με το λάπτοπ, καθώς έπεφτε χαλάζι και ο δρόμος δίπλα μου είχε γίνει ποτάμι. Μια ομιλία που έτυχε να δώσω στις 8 Φεβρουαρίου σε ένα συνέδριο για τα social media, δε, μου έδωσε την αφορμή (και την έμπνευση) για να γράψω ένα κεφάλαιο για την επαγγελματική ταυτότητα του πρωταγωνιστή, που ήταν ό,τι χρειαζόταν η ιστορία εκείνη τη στιγμή.
Έχουν προηγηθεί δύο βιβλία, Το παραμύθι για εφήβους Πέρα από την Καταιγίδα και η συλλογή άρθρων Αληθινές Ιστορίες. Με την κυκλοφορία του Φεβρουάριου αισθάνεστε ότι ολοκληρώνετε το συγγραφικό σας αποτύπωμα; Επόμενο βήμα;
Υποθέτω ότι θα πρέπει να φτιάξω ένα φωτογραφικό λεύκωμα, ένα κόμικ, μια ποιητική συλλογή, μια αυτοβιογραφία και ένα pop-up book για βρέφη. Έχουμε δουλειά ακόμα.
Είστε ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού σας; Ποιος είναι;
Υποθέτω ότι ο πιο αυστηρός κριτής μου είναι ένας μουρτζούφλης τύπος (σχεδόν σίγουρα άντρας) που κάποτε διάβασε αυτά που γράφω και δεν του άρεσαν καθόλου και δεν με ξαναδιάβασε και δεν θα τον γνωρίσω ποτέ. Εγώ είμαι πολύ ήπιος κριτής του εαυτού μου. Δε με βοηθάω καθόλου.
«Όταν γράφετε, παίρνετε ναρκωτικά, καπνίζετε ή πίνετε για να κεντρίσετε τη φαντασία σας;»
Δεν παίρνω ναρκωτικά και όταν πίνω αλκοόλ νυστάζω. Η δε φαντασία μου δε χρειάζεται επ’ ουδενί κέντρισμα. Συνήθως καταστολή χρειάζεται. Μ’ αυτά τα υπνωτικά βελάκια που πυροβολάν τους ιπποπόταμους, τα πολύ δυνατά.
Την προηγούμενη ερώτηση την «έκλεψα» από εδώ http://www.guardian.co.uk/books/2010/may/29/writers-hay-questions-never-asked (ένα πολύ ωραίο κομμάτι στον Guardian όπου σημαντικοί αγγλόφωνοι συγγραφείς κάνουν οι ίδιοι ερωτήσεις στον εαυτό τους: ρωτούν πράγματα που δεν τους έχει ρωτήσει ποτέ κανείς και μάλλον βγάζουν το άχτι τους σε σχέση με πράγματα που οι ίδιοι θα ήθελαν πολύ να σχολιάσουν). Αν παίρνατε συνέντευξη από τον εαυτό σας ποιο είναι το πρώτο (ή το τελευταίο) πράγμα που θα τον ρωτούσατε;
Αν έπαιρνα συνέντευξη από τον εαυτό μου θα τον ρωτούσα ποιο πράγμα θα ρωτούσε τον εαυτό του αν του έπαιρνε συνέντευξη. Και θα μου απαντούσα: «Ναι». Θα καταλάβαινα τι εννοώ.
Συνέντευξη στην Αναστασία Καμβύση
Πηγή: www.bookpress.gr