Σκύρος
Εκτός των άλλων (των βίαιων τσακωμών, της χρήσης απαγορευμένων ουσιών και τις ιστορίες με τα σταρένια κορίτσια των συσπασμένων, γήινων χειλιών), ο Ζυλιέν Λαφάργκ έπαιζε κιθάρα ικανοποιητικά, καβαλούσε μηχανές και επέμενε να διατηρεί το μήκος των μαλλιών του ως τις ωμοπλάτες. Δεν του άρεσε ν’ ακολουθεί τη μόδα και τις συμβουλές των ειδικών της τηλεόρασης. Αγαπούσε τα εύκολα και τα γρήγορα. Και την ποίηση: Μαλαρμέ, Τρακλ, Τσελάν, Όμηρο. Ένα βράδυ, γύρω στις εννέα, κρύο έξω και ομίχλη, αποκάλεσε Πρίαμο τον ευτραφή και κάθιδρο γονέα που ικέτευε στο σκήνωμα του ανακαινισμένου λίβινγκ ρουμ των Λαφάργκ για τα καινούργια παπούτσια του γιου του. Οι γονείς του ενοχλήθηκαν με την αυθάδεια που έδειξε. Τον διέταξαν να μιλάει καλύτερα και του απαγόρευσαν να βγει απ’ το δωμάτιό του.
Η μάνα του. Δίχως όνομα. Ραντισμένη με το αγίασμα της ανώνυμης κληρονομιάς των μανάδων. Άνεργη κοινωνική λειτουργός, επινοημένη κατά τη διάρκεια ενός δύσκολου, επαρχιακού χειμώνα. Κεντημένη με το σάβανο του χιονιού. Συζευγμένη, δύο παιδιά. Με το που έσπασε το τσόφλι της λαχτάρησε ένα νέο, πιο ευρύχωρο αγρόκτημα. Ήρθε στο Παρίσι – απογοητεύτηκε. Είκοσι δύο χρόνια τώρα, κλωσάει μ’ επιμονή την ψυχογενή ιστορία των απροσάρμοστων και των εγκαταλελειμμένων, της ίδιας της πόλης και της άγριας πανίδας που ανατρέφεται με τις πληγές της. Καμιά φορά, καβαλικεύει την πολυκαιρισμένη της μηχανή (την ίδια που ορέγεται και ο Ζυλιέν) και εμφανίζεται σαν από μηχανής Θεός στο Κλισύ, εκεί που καταστρώνονται τα αυριανά, παράνομα σχέδια, κι ακόμα πιο πέρα, στις γειτονιές των τσιμεντένιων κουτιών, μες στην άγρια ομορφιά των καυγάδων, των κυνηγητών με τους μπάτσους και των ξεσπλαχνισμένων συνοικιακών καταστημάτων, άδειων από ζωτικό εμπόρευμα. Με τον καιρό έγινε συλλέκτης: σουγιάδων, μαριχουάνας, άχρηστων καλύκων, ανθρώπινης μιζέριας. Κοιτάζει την κόρη της. Μασάει τσίχλα όλη μέρα και ξεφυλλίζει. Θα βάλει σιλικόνη, ανακοίνωσε εχθές, θα γίνει Αφροδίτη. Δύο στα δύο, καμιά ελπίδα.
Την πρώτη φορά που τον πιάσανε, ο Ζυλιέν κουτρουβαλούσε σαν αιμάτινη ρόδα στον μεγάλο δρόμο, προσκρούοντας σε οργανικά σώματα, κόβοντας αναγκαστικά ταχύτητα πάνω στους φανοστάτες. Οι μπάτσοι είπαν στους ανάστατους γονείς πως οφείλουν να προστατεύσουν το παιδί τους, να ελέγχουν τις συναναστροφές του και να μην τον αφήνουν να συχνάζει σε εξτρεμιστικούς πολιτικούς κύκλους. Οι δημοσιογράφοι απορούσαν για την κινητοποίηση της γαλλικής νεολαίας στο πλευρό των Αφρικανών μεταναστών. Έκαναν, όπως πάντα, τη δουλειά τους. Έκρουαν τους κώδωνες αρχέγονων πολιτισμικών σημείων, σταθερών και αναλλοίωτων. Η δικαιοσύνη, όμως, ανεξάρτητη, στο ύψος της: οι δικαστές αναγνώρισαν ελαφρυντικά –υπέροχη και ασυγκράτητη και βιαστική νιότη– και τον απάλλαξαν. Ο δικηγόρος θριαμβολογούσε. Οι μπάτσοι στενοχωρήθηκαν με την απόφαση του δικαστηρίου. Για κάποιο λόγο, ένιωθαν υπεύθυνοι για την αποτυχία του σωφρονιστικού συστήματος και πολλοί απ’ αυτούς μεθοκόπησαν στα μπιστρό που σύχναζαν τα τσιράκια τους. Το ξεπέρασαν. Ο Ζυλιέν βγήκε απ’ την ιστορία αλώβητος, στεγνός. Στο σχολείο τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα, ρίξανε για πάρτη του τα τείχη των αντρικών αποχωρητηρίων. Στο σπίτι, αντίθετα, άρχισαν σταδιακά τα ανησυχητικά τηλέφωνα, οι κλήσεις προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου.
Ο πατέρας. Ο Πιερ. Διοργάνωσε την εκστρατεία της φυγής του κυνηγώντας τερατώδεις χίμαιρες. Η οικογένειά του χωρισμένη στα δύο: μάνα και πατέρας, πιστοί στο μυθολογικό τους κληροδότημα, πολεμούσανε με λύσσα τις νορμανδικές γοργόνες της Ρουέν, που παρέσυραν με το τραγούδι τους τον αμάθητο υιό. Τα τρία υπόλοιπα αδέρφια διατηρούσαν αντίθετη άποψη: γνώριζαν από καιρό ότι αγαπούσε την ποίηση, ήθελε να γίνει μηχανικός. Σε αντίθεση με τους γονείς του που υποβαστάζονταν ακόμα από δεκανίκια παραδόσεων, ο Πιερ κατάλαβε νωρίς ότι είναι προτιμότερο να ονειρεύεσαι τους προσωπικούς σου μύθους απ’ το να τους ζεις. Πέτυχε ό,τι ήθελε, μηχανεύτηκε τον Δούρειο Ίππο του μικροαστισμού για να εξασφαλίσει την αστική ευτυχία, αλλά ποτέ δεν κατόρθωσε να διασχίσει τα σύνορα. Η φωνή του με τα χρόνια πήρε να βραχνιάζει από στίχους που προφέρονταν σιγά, αν και οι γείτονες στοιχημάτιζαν θυσιάζοντας τον ακριβό τους αποχυμωτή ότι ήταν απ’ το ύπουλο και σε σταθερές δόσεις αλκοόλ. Τις νύχτες, όταν δεν συμμετείχε στις σπαρτιατικές ετοιμασίες της λήθης μέσα σε ομιχλώδη στέκια, ρίχνονταν στο κατόπι του Βερλαίν που εκείνη την στιγμή ρίχνονταν στο κατόπι του έφηβου δαίμονα που ύστερα θα ρίχνονταν στο άγριο κυνηγητό μιας νεανικής κόλασης. Μια αλυσίδα σχηματίζονταν, τρεις βαριές σκιές σαν νέγροι ποιητές, στιλβωμένοι απ’ τον κάματο, που σπάζουν πέτρες.
Την δεύτερη φορά τον έκαναν τσακωτό έξω απ’ το νοσοκομείο. Ο Ζυλιέν είχε πάει να επισκεφτεί έναν φίλο που νοσηλευόταν εξαιτίας των χτυπημάτων απ’ τους μπάτσους. Ο Ζυλιέν έκλαψε όταν είδε τον φίλο του. Φεύγοντας, ορκίστηκε εκδίκηση. Δύο ασφαλίτες του την είχαν στήσει στην είσοδο, του ζήτησαν ταυτότητα, αρνήθηκε, του την ξαναζήτησαν, τους έβρισε, του έδωσαν μια τελευταία ευκαιρία, κλώτσησε στα γόνατα τον έναν. Οι ασφαλίτες τον συνέλαβαν, τον τράβηξαν βίαια, τον άρπαξαν απ’ τα μαλλιά για να τον νουθετήσουν και άθελά τους, κραδαίνοντας σφιχτά λίγες νεανικές τούφες, κατασκεύασαν το ξόρκι της επιβεβλημένης μόδας. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, του δώρισαν κι ένα σακουλάκι ηρωίνης. Για τις δύσκολες νύχτες του χειμώνα. Οι μπάτσοι πίστεψαν ότι ο αγώνας τώρα δικαιώνεται. Οι δημοσιογράφοι αγνόησαν παντελώς την υπόθεση. Οι γονείς άργησαν να φτάσουν, έτρεχαν νυχθημερόν στα ινστιτούτα για την σιλικόνη. Αναπόφευκτα και οι δικαστές δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα: δυο χρονάκια στο κεφάλι. Μα ναρκωτικά; Ηρωίνη; Έκρωξαν ομαδικώς τα αργοπορημένα μίντια. Ο δικηγόρος δήλωσε ότι ο πελάτης του νιώθει μεταμελημένος. Η κοινωνιολογία επανεμφανίστηκε στην Τι-Βι. Εξέφρασε τη λύπη της και παρουσίασε μια σύνοψη των σταθερών και αναλλοίωτων αξιών της γαλλικής νεολαίας: υγεία, αθλητισμός, καριέρα. Ο πατέρας, ο Πιερ, που δεν έπαψε ποτέ ν’ αγαπάει την ποίηση, σκέφτηκε πώς το ψέμα ενός έθνους οδεύει ανά τους αιώνες με τρίχρωμη παντιέρα. Είχε δίκιο, αλλά ο Ζυλιέν βγήκε απ’ τη φυλακή δεκαοχτώ παιδαγωγικούς μήνες μετά. Και δεν θυμόταν που είχε αφήσει το άρμα. Έφτασε σπίτι πεζός.
Η αδερφή. Η Κλαιρ: έβαλε βυζιά. Κλάμα και συγκίνηση. Πριαπικοί άγγελοι προσέχουν τα βήματά της. Αλήθεια, υπάρχει μέλλον!
Θα ήταν άραγε κοινότοπο αν ισχυριζόμασταν ότι ο Ζυλιέν είχε αλλάξει ριζικά μετά την φυλακή; Πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει τις φαντασιώσεις των αναμενόμενων σεναρίων, κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Βλέπετε, ο Ζυλιέν εκτίμησε απεριόριστα το δώρο που του χάρισαν οι μπάτσοι και το χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά όταν επιζητούσε ανακούφιση. Στη φυλακή έμαθε να μοιράζεται ανακουφίσεις και πόνους, να τους αποδέχεται και να τους προσφέρει αλτρουιστικά στους άλλους. Μια μέρα είπε γαμιέται η κοινωνία και έπαψε να πιστεύει στην ποίηση και την προγονική μυθολογία που σε κρατάει πάντα ζωντανό. Ορκίστηκε στη ζωή του ότι από εδώ και πέρα θα πιστεύει μονάχα στον εαυτό του. Αν όμως τα σκατώσει, τότε τέλος, οριστικά και αμετάκλητα. Στο σπίτι απέφευγαν να του κάνουνε ερωτήσεις. Στο σχολείο, αντιθέτως, του κάνανε πολλές. Στο σπίτι δεν έκλαψε ποτέ, έτσι κανείς απ’ τους δικούς του δεν είχε την ευκαιρία να τον παρηγορήσει, κανείς, επίσης, δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι τον είδε να πονάει και αδιαφόρησε. Η έλλειψη ερωτήσεων κάλυπτε και τις νυχτερινές ώρες που έβγαινε έξω. Στο σπίτι λέγανε ότι έχει γκόμενα, κόβανε στα τρία την παρηγοριά και την έπιναν με βουβό λυγμό. Στο σχολείο είχαν αντίθετη άποψη. Ήταν σίγουροι πως ξημερώνει στα αλισβερίσια, πουλώντας και αγοράζοντας την άσπρη, κυνηγώντας φαντάσματα την ώρα που λιτά διακοσμούσαν τους λεριασμένους τοίχους. Ο Ζυλιέν ένιωθε άτρωτος. Δεν είχε ανάγκη από κανέναν. Και κανένας δεν μπορούσε να τον αγγίξει.
Η μάνα έκλαιγε σιωπηλά. Ο πατέρας έκλαιγε σιωπηλά. Η αδερφή έκλαψε.
Την τρίτη (και τελευταία) φορά που τον έπιασαν, του ζήτησαν να γδυθεί. Μέσα στο παπούτσι, κάτω απ’ την αθλητική κάλτσα, στη φτέρνα, έκρυβε το σκονάκι. Ο Ζυλιέν δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Ο δικηγόρος δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Οι μπάτσοι διψούσαν για αίμα. Και περίμεναν αυτή την εξέλιξη. Οχτώ χρόνια δίχως αναστολή. Η ετυμηγορία λούστραρε για μια στιγμή τον οισοφάγο του δικαστή, βράχνιασε την συνείδησή του (την δίχως στίχους ή αλκοόλ) την ώρα του καθημερινού, προτεσταντικού δείπνου. Την ίδια στιγμή, ο δικηγόρος ξέπλενε την ατιμασμένη φήμη του κάπου άλλου, σε μιαν άλλη υπόθεση. Την ίδια στιγμή, οι γονείς του καταριόνταν το Παρίσι πασαλείφοντας τα πρησμένα μάτια τους με τηλεοπτική ακτινοβολία. Έτσι, ήσυχα και αθόρυβα, ο Ζυλιέν Λαφάργκ, μετά και τα τελευταία, αναπάντεχα γεγονότα, έδωσε τέλος στην ζωή του λιμάροντας άτσαλα και μ’ εφηβική βιασύνη τις φλέβες του, ενάμιση μήνα μετά, σ’ ένα λιτό κελί, ίδιο και απαράλλαχτο με όλα τα άλλα. Ήταν οριστικά 22 ετών, κάτοικος αιωνιότητας.
Τώρα, ο Ζυλιέν Λαφάργκ είναι καλά. Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε ότι τα Ηλύσια Πεδία είναι πιο αληθινά και πιο ένδοξα και πιο φημισμένα από μια πανάκριβη, μεγαλοαστική λεωφόρο. Του άρεσε επίσης και το νέκταρ, αν κι ακόμα του ‘ταν δύσκολο να ξεχάσει. Την ημέρα δαμάζει θεσσαλικά άλογα και τις νύχτες, καμιά φορά, τα βάζει με τον εαυτό του που τότε, στη Σκύρο, σαν τον Αχιλλέα, αντί να κατευνάσει την κάψα του με κοσμήματα, προτίμησε τα όπλα.
Αλλά δεν μετανιώνει…
Του Βασίλη Κόκκοτα*
*Γεννήθηκε το 1979. Ζει στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.
Πηγή: www.bookpress.gr