Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος
Ο πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος Ρώσος συγγραφέας Βλαντίμιρ Σορόκιν (γεν. 1955), στο μυθιστόρημά του Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος, το πρώτο που μεταφράζεται στη γλώσσα μας, προβαίνει στην ευφυή μυθοπλαστική κίνηση να συνδυάσει το ιστορικό παρελθόν της χώρας του με το εικαζόμενο μέλλον της.
Μία μέρα από την άγρια ζωή στη Μόσχα του 2027
Η περιγραφή μίας και μόνο ημέρας από τη ζωή του Αντρέι Ντανίλοβιτς Καμιάγκα, του πρωταγωνιστή στο Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος, αρκεί για να ξεδιπλωθεί στα μάτια μας μια απωθητική εικόνα της μελλοντικής Ρωσίας. Βρισκόμαστε στη Μόσχα του 2027: το ρωσικό κράτος κυβερνάται ολοκληρωτικά από έναν τσάρο, που έχει στο πλευρό του πιστούς τοποτηρητές της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας. Το κλειστό καθεστώς διατηρεί κάποιες διεθνείς επαφές, κυρίως με την Κίνα, μα ελάχιστες με άλλα μέρη του κόσμου, όπως η Δύση, που παρουσιάζεται ως παρακμασμένη: «Πέρα από το Δυτικό Τείχος δεν υπάρχουν πια καθωσπρέπει άνθρωποι. Η Ευρώπη, η κόρη του Αγήνορα, τίναξε πια τα πέταλα, και στα ερείπιά της σέρνονται μονάχα κάτι άραβες κυβερνοπάνκ». Ο Καμιάγκα είναι ένας άνθρωπος για όλες (κυριολεκτικά) τις δουλειές: ένας «οπρίτσνικος», δηλαδή μέλος του ρωσικού διοικητικού θεσμού «Οπρίτσνινα», που έρχεται από τα βάθη των αιώνων (συγκεκριμένα, του 16ου αιώνα, όπου έλυνε κι έδενε ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός) για να συνεχίσει κανονικά τη λειτουργία του μες στον 21ο αιώνα. Ρόλος της Οπρίτσνινα είναι να προφυλάσσει τον «πατερούλη» τσάρο και τη «μητερούλα» τσαρίνα (η οποία, για τους καθεστωτικούς, έχει το «ελάττωμα» να είναι κατά το ήμισυ Εβραία) από τους εχθρούς τους με κάθε μέσο.
Ο Καμιάγκα και οι σύντροφοί του, υπό την ηγεσία του Μπάτια, αλωνίζουν με τις Μερτσέντες τους και προβαίνουν δίχως βάσανο και δίχως έλεος σε δολοφονίες, βιασμούς, εμπρησμούς, βασανιστήρια, και ό,τι άλλο χρειαστεί προκειμένου να είναι σώος και αβλαβής ο τσάρος. Εκείνος, με τη σειρά του, εμφανίζεται με ολογραμμικό τρόπο (ένα από τα ποικίλα φουτουριστικά στοιχεία του μυθιστορήματος, όπως τα ακτινοβόλα ψυχρού πυρός, η φυσαλίδα των ειδήσεων και τα ψυχοτρόπα ψαράκια), τους επιβραβεύει και τους δίνει οδηγίες για τη συνέχεια. Στα διαλείμματα μεταξύ των ωμοτήτων τους, οι οπρίτσνικοι πίνουν, παίρνουν ναρκωτικά, επιδίδονται σε όργια (όπως στην αγαπητή τους «κάμπια»), χωρίς να παραλείπουν ασφαλώς να δοξάζουν τον ορθόδοξο Θεό, και συνεχίζουν τη μέρα τους με το να διαφθείρουν και να διαφθείρονται. Ως προς το κάψιμο των βιβλίων οι γνώμες διίστανται, αφού κάποιοι καίνε τους κλασικούς, ενώ ο Καμιάγκα πιστεύει πως αυτό δεν πρέπει να γίνεται, αφού «η ρωσική κλασική λογοτεχνία είναι χρήσιμη για το κράτος…» Οι πρακτικές των οπρίτσνικων έχουν μάλιστα τη δική τους ιδιόλεκτο: το δημόσιο φραγγέλωμα διανοουμένων, για παράδειγμα, ονομάζεται «ζέσταμα». Συχνά η εκστατική λατρεία των οπρίτσνικων για την εξουσία (τόσο τη δική τους, όσο και εκείνη την οποία υπηρετούν) λαμβάνει χώρα σε μια εορταστική ατμόσφαιρα με τραγούδια για τον επίγειο θεό-τσάρο, καθώς και υποσχέσεις για τα επερχόμενα νόμιμα εγκλήματα: «Όποιου του κόψεις το κεφάλι δεν κλαίει για τα χαμένα του μαλλιά. Άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, κι έτσι και σηκώσεις το χέρι, θα βαρέσεις!».
Η αφήγηση ενός αρνητικού ήρωα
Ένα από τα ιδιάζοντα στοιχεία του μυθιστορήματος είναι ότι παρακολουθούμε τη γρήγορη πλοκή σε χρόνο ενεστώτα και μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Καμιάγκα, που είναι ένας από τους «κακούς» της ιστορίας. Αυτό μας δημιουργεί φυσικά έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα καθώς, ενώ είναι μάλλον αδύνατον να ταυτιστούμε με ένα τέτοιο υποκείμενο, βλέπουμε υποχρεωτικά τον κόσμο μέσα από τα μάτια του (γι’ αυτό και ό,τι μας παρουσιάζει, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στην ονομαστική του αξία). Αυτή η συγγραφική επιλογή καθορίζει τη θεμελιώδη επιλογή του Σορόκιν να γράψει μια δυστοπία με διάχυτο κυνικό χιούμορ. Το να βλέπουμε τον κεντρικό χαρακτήρα να κομπάζει για τις φρικαλεότητες που διαπράττει και να θαυμάζει τις απολυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος αποτελεί αφ’ εαυτού της μια αιχμηρότατη ειρωνική επιλογή. Αν θέλαμε να περιγράψουμε με μια λέξη το επίτευγμα του Ρώσου συγγραφέα, θα λέγαμε ότι κατόρθωσε να πλάσει, με λιτά και στρωτά γλωσσικά και μυθοπλαστικά μέσα, μια μεγάλη κοσμική σάτιρα μες στην οποία αντικατοπτρίζονται τα βίαια τεκταινόμενα. Τι διασώζεται από αυτόν τον εφιάλτη; Ελάχιστα πράγματα, αλλά άξια να μνημονευτούν, όπως ο λαϊκός βάρδος Αρταμόσα (άραγε ο ίδιος ο συγγραφέας;) ο οποίος επιμένει να ειρωνεύεται το καθεστώς και γλιτώνει (ίσως προσωρινά) την καταστολή.
Η αυτονόμηση της τεχνοεπιστήμης
Πολλοί σύγχρονοι πεζογράφοι έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι αν συμπεριλάβουν την τεχνοεπιστήμη στα έργα τους θα θεωρηθούν συγγραφείς επιστημονικής και κοινωνικής φαντασίας, δηλαδή, κατά τη γνώμη τους, συγγραφείς βʹ διαλογής. Ο Σορόκιν, όπως και ο σημαντικός (και γνωστότερος στα καθ’ ημάς) ομοεθνής του Βίκτορ Πελέβιν, ανήκουν σε μια κατηγορία σύγχρονων πεζογράφων που δεν ξεχνούν ποτέ ότι οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις συνυφαίνονται αξεδιάλυτα με τη ραγδαία τεχνοεπιστημονική πρόοδο της εποχής μας.
Αξίζει λοιπόν να τονίσουμε το κεντρικό γνώρισμα που διέπει το μελλοντολογικό μυθιστόρημα του Σορόκιν και τη δυστοπική κοσμοεικόνα του: στο μέλλον της Ρωσίας (κατά τη γνώμη μας, και άλλων ανεπτυγμένων κρατών) ο Σορόκιν διαβλέπει και προβλέπει την τεχνοεπιστημονική πρόοδο να συμβαδίζει, επίσημα και ανεμπόδιστα, με την κοινωνική, ηθική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση. Ο Σορόκιν, που σπούδασε μηχανικός αλλά ενεπλάκη από νωρίς στην αντεργκράουντ καλλιτεχνική σκηνή της Μόσχας, δεν συμμερίζεται την παλαιά, μα ακόμα διαιωνιζόμενη αυταπάτη ότι η τεχνοεπιστημονική πρόοδος θα επιφέρει οπωσδήποτε την ανάλογη ηθικοκοινωνική πρόοδο. Ο εικονικός, «διάφανος» τσάρος του παρουσιάζεται ως πιο πραγματικός, ανελέητος και εξουσιαστικός από οποιονδήποτε παλαιό τσάρο. Το ίδιο και τα τσιράκια του.
Ο Στάινερ για τη ρώσικη λογοτεχνία
Σε ένα από τα περίφημα δοκίμιά του («Under eastern eyes», μτφρ. Γ.Λ.), ο Τζορτζ Στάινερ γράφει για τη ρωσική λογοτεχνία: «Είναι κοινότοπη η παρατήρηση –την έκαναν πρώτοι οι Ρώσοι– ότι όλη η ρωσική λογοτεχνία (εξαιρώντας, προφανώς, τα λειτουργικά κείμενα) είναι ουσιωδώς πολιτική. Παράγεται και δημοσιεύεται, όσο αυτό είναι δυνατόν, υπό την απειλή της πανταχού παρούσας λογοκρισίας. Μετά βίας μπορούμε να βρούμε μια χρονιά στην οποία οι Ρώσοι ποιητές, μυθιστοριογράφοι ή δραματουργοί εργάστηκαν σε συνθήκες πνευματικής ελευθερίας κάπως φυσιολογικές, πόσο μάλλον ευνοϊκές. Ένα ρωσικό αριστούργημα υφίσταται σε πείσμα του καθεστώτος. Πραγματώνει μια υπονόμευση, μια ειρωνική περίφραση, μια άμεση πρόκληση στον κυρίαρχο μηχανισμό καταπίεσης, ή έναν αμφίσημο συμβιβασμό με αυτόν, ανεξάρτητα από το αν είναι τσαρικός, χριστιανικός ορθόδοξος ή λενινιστικός-σταλινικός. Σύμφωνα με μια ρωσική έκφραση, ο μεγάλος συγγραφέας είναι «το εναλλακτικό κράτος». Τα βιβλία του είναι η βασική, σε ορισμένα σημεία η μόνη, πράξη πολιτικής αντίθεσης».
Ο συγγραφέας απέναντι στον ολοκληρωτισμό
Για τους έλληνες αναγνώστες δεν έχει τόση σημασία αν πίσω από το μυθιστορηματικό πρόσωπο του τσάρου κρύβεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν, όπως γράφτηκε σε κάποιες κριτικές περιοδικών της Δύσης (ως έναν βαθμό ορθά, αφού ένα κίνημα νέων πιστών στον Πούτιν, οι «Συνοδοιπόροι», κατέστρεψαν βιβλία του Σορόκιν μπροστά στο θέατρο Μπολσόι – πάντως ο ίδιος ο Σορόκιν, σε συνέντευξή του σε γερμανικό μέσο, υποστήριξε εύστοχα ότι «το να σατιρίσω τον Πούτιν δεν θα ήταν και πολύ συναρπαστικό. Καλλιτέχνης είμαι, όχι δημοσιογράφος. Το μυθιστόρημα δεν είναι ρεπορτάζ»).
Σημασία έχει ότι ο ολοκληρωτισμός, με τις πολυδιάστατες μορφές του, δεν αποτελεί παρελθόν για τον υπερδιαφωτισμένο, σε βαθμό τύφλωσης, σύγχρονο κόσμο, απεναντίας επανεμφανίζεται ως απειλή για τις ελευθερίες μας.
Το Πίσω από το μεγάλο ρωσικό τείχος του Βλαντίμιρ Σορόκιν είναι ένα σκληροτράχηλο μυθιστόρημα, συμβατό με τον ρωσικό λαό και την ελευσόμενη εποχή, και συγχρόνως μια σάτιρα που με το δηκτικό, γκροτέσκο χιούμορ της αποβλέπει στο να υπονομεύσει τις ακρότητες της εξουσίας.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Πηγή: www.bookpress.gr