8:00 - 22:00

Ώρες Λειτουργίας Δευτ- Παρασκευή.

213 0266195

Τηλ. 24ωρης εξυπηρέτησης

Facebook

Instagram

Search
 

Η θεραπεία του νερού

ΜΕΡΙΜΝΑ ΖΩΗΣ > Στήλες  > Σκόρπια  > Η θεραπεία του νερού

Η θεραπεία του νερού

watercure
«Και δεν είναι στη φύση του αίματος να κολλά στα πράγματα;»

Μεταμοντέρνος λόγος: ένα θέμα για το οποίο έχουν πιθανότατα γραφτεί περισσότερα από όσα προλαβαίνουμε να διαβάσουμε μέχρι το τέλος της ζωής μας, ακόμα κι αν δεν συμπεριλάβουμε όσα ακόμα θα γραφτούν μέχρι τότε· μια ειδολογική διάκριση που έχει το μειονέκτημα και το πλεονέκτημα να αντιστέκεται στον πλήρη ορισμό· ο ιδιάζων λόγος μιας ιστορικής περιόδου που ξεκινά τη δεκαετία του 1960 και δεν έχει τελειώσει ακόμα, καθώς και μερικών ιδιαζόντων συγγραφέων των οποίων η επίδραση επίσης δεν έχει τελειώσει ακόμα· τέλος, μια μομφή που εξαπολύεται, άλλοτε συνετά κι άλλοτε επιπόλαια, ενάντια στις τάσεις, προθέσεις και ιδιότητές του.

Μια επιγραμματική, περιγραφική και όχι κανονιστική, ματιά σε μερικές τεχνικές και θεματικές του μεταμοντέρνου λόγου, πρωτίστως του μυθοπλαστικού και δευτερευόντως του θεωρητικού (αν και ούτε αυτή η διάκριση μένει αλώβητη στο μεταμοντέρνο) αναδεικνύει τα εξής γνωρίσματα: διακειμενικότητα και μίξη των μορφών, συρραφή με αυτούσια ή μεταπλασμένα ξένα κείμενα σε ένα εκλεκτικιστικό κολάζ, μεταμυθοπλασία και αυτοαναφορικότητα, συνύφανση της υψηλής με τη μαζική κουλτούρα, έλλειψη αφηγηματικής γραμμικότητας και θραυσματοποίηση της αφήγησης, κατακερματισμός των χαρακτήρων και των θεμάτων, ρευστότητα και ευθραυστότητα του υποκειμένου, παραπομπή σε όλες τις ανθρωπιστικές (συχνά και τις φυσικές) επιστήμες, αποσταθεροποίηση κάθε σταθεράς, χρήση της ειρωνείας, της παρωδίας και του αυτοσαρκασμού, επίγνωση της κυκλικότητας του λόγου και της δυσκολίας για πρωτοτυπία, σύγχυση της φυσικής πραγματικότητας με την τεχνητή (και τεχνική) προσομοίωση, οντολογικός κλονισμός της σχέσης γλώσσας και πραγματικότητας, σχετικισμός και αρχή της αβεβαιότητας, χωροχρονική απροσδιοριστία και τυχαιότητα, παράλογο και παράνοια κ.α.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω γνωρίσματα προφανώς υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του μεταμοντέρνου λόγου. Ωστόσο, η διαφορά στην έμφαση, στην έκταση, στον βαθμό, δηλαδή η υπερβολή στην αξιοποίηση αυτών των γνωρισμάτων, διαφοροποιούν μια κατεύθυνση της λογοτεχνίας που έχουμε επαρκείς λόγους ώστε να την ονομάζουμε μεταμοντέρνα.

Μεταμοντέρνα λογοτεχνία

Η μεταμοντέρνα λογοτεχνία, κυρίως στην πεζογραφική της μορφή, είδε τα πρώτα της έργα να εμφανίζονται λίγο πριν και λίγο μετά τη χρονιά που γεννήθηκε ο αμερικανός συγγραφέας και καθηγητής αγγλικής φιλολογίας Πέρσιβαλ Έβερετ (1956), του οποίου το μυθιστόρημα Η θεραπεία του νερού (2007) είναι ένα σαφές παράδειγμα μεταμοντέρνας γραφής. Η δεκαετία του ’50 ήταν η εποχή που ήδη μεσουρανούσαν, ή θα άρχιζαν σύντομα να μεσουρανούν, κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι βρίσκονταν στα όρια μεταξύ του μοντερνισμού και της συνέχισής του με άλλα μέσα, κάποιοι «πατέρες» του μεταμοντέρνου όπως ο Μπέκετ, ο Μπόρχες, ο Ναμπόκοφ, ο Γκομπρόβιτς, ο Μπάροουζ. Την επόμενη δεκαετία άρχιζαν να εμφανίζονται δυναμικά κάποια νέα ονόματα που με τη σπουδαία πεζογραφία τους πάσχιζαν να κοντράρουν, να οικειοποιηθούν ή και να ανατρέψουν οτιδήποτε είχε προηγηθεί λογοτεχνικά: ο Πίντσον, ο Μπάλαρντ, ο Μπαρθ, ο Ντικ, ο Βόνεγκατ, ο Κορτάσαρ, ο Μάρκες, ο Φόουλς, και λίγο αργότερα η Κάρτερ, η Άτγουντ, ο Ντε Λίλο, ο Γκίμπσον, ο Καλβίνο, ο Έκο, για να αναφέρουμε μερικούς συγγραφείς των οποίων το έργο, σε μεγάλο τμήμα του, έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (ίσως αξίζει να αναφέρουμε επίσης δύο λιγότερο γνωστά βιβλία, τον Τρίτο αστυφύλακα του Φλαν Ο’ Μπράιαν και τον Νεκρό πατέρα του Ντόναλντ Μπαρθέλμι). Οι παραπάνω συγγραφείς, μαζί με αρκετούς νεότερους που μετά τη δεκαετία του 1990 θεωρήθηκαν (μάλλον υπερβολικά) ως «μετα-μεταμοντέρνοι», επινόησαν ή/και αξιοποίησαν αρκετά από τα γνωρίσματα του μεταμοντέρνου μυθοπλαστικού λόγου.

Πέρσιβαλ Έβερετ

jimcrow
Ένας από τους νεότερους είναι και ο Πέρσιβαλ Έβερετ: «Ανέκαθεν με απωθούσε κάθε ιστορία που ο κεντρικός της ήρωας είναι συγγραφέας». Έτσι ξεκινά ένα παλαιότερο μεταμοντέρνο βιβλίο του Έβερετ (Το σβήσιμο, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Πόλις, 2004 [2001]), που εξυπακούεται πως θα είχε ως κεντρικό ήρωα έναν συγγραφέα… Το ίδιο αυτοπαρωδιακό παιχνίδι ξαναπαίζει ο Έβερετ στη Θεραπεία του νερού, αφού και πάλι κεντρικός ήρωας είναι ένας συγγραφέας, ονόματι Ισμαήλ Κίντερ, που μας αφηγείται μια περίοδο της ζωής του. Γιατί αποφάσισε να μας την αφηγηθεί; Διότι του συνέβη ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν πατέρα: ένα τρομακτικά βίαιο περιστατικό, ο βιασμός και φόνος της ανήλικης κόρης του, που ακολουθείται από μια τρομερά βίαιη εκδίκηση, τον βασανισμό μέχρι θανάτου του δολοφόνου από τον ίδιον.

Το θέμα είναι πανάρχαιο, εξού και πιασάρικο, ιδίως στις ΗΠΑ, όπου η βία είναι ο εχθρός που όλοι αγαπούν να μισούν, το πρόβλημα που όλοι θέλουν να εξαλειφθεί, γνωρίζοντας (και ασυνείδητα ελπίζοντας;) πως δεν θα εξαλειφθεί. Στη λογοτεχνία, ωστόσο, το θέμα δεν είναι σχεδόν ποτέ το θέμα: το θέμα της λογοτεχνίας είναι ο τρόπος παρουσίασης του εκάστοτε θέματος. Και ο τρόπος, δηλαδή η μυθοπλαστική μορφή με την οποία ο Έβερετ παρουσιάζει τις επιπτώσεις των γεγονότων στον ψυχισμό του κεντρικού χαρακτήρα, τον διαφοροποιεί από τις συνήθεις αναπαραστάσεις που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε και να βλέπουμε, οι οποίες εδράζονται στον φτηνό ψυχολογισμό, την αναμενόμενη εστίαση στην αστυνομική πλοκή, τη σαδιστική περιγραφή των αποτρόπαιων πράξεων, τον εύκολο διδακτισμό και την ακόμα πιο εύκολη τελική λύτρωση.

Ο φόνος της κόρης του κεντρικού ήρωα, ο οποίος μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία, τού δίνει τη δυνατότητα να εξακτινώσει τη σκέψη και τον αίσθησή του σε διάφορους τομείς του επιστητού έτσι ώστε να διευρύνει και να εμβαθύνει την οπτική γωνία του. Από τις πρώτες αράδες του βιβλίου («η αλήθεια πάντοτε χρειάζεται λιγότερες λέξεις, και σε γενικές γραμμές μικρότερες λέξεις, απ’ ό,τι τα ψέματα και οι μισές αλήθειες, που ποτέ δεν ονομάζονται μισά ψέματα») μπαίνουμε σε έναν στοχαστικό κόσμο και συνειδητοποιούμε εξαρχής πως οι λέξεις που περιγράφουν αυτόν τον κόσμο θα είναι εξίσου, αν όχι πιο σημαντικές από το τι όντως συνέβη στον κόσμο (το «όντως συνέβη» είναι μια έκφραση υπό αίρεση στο μεταμοντέρνο). Τον αφηγητή-θύμα-θύτη-συγγραφέα Κίντερ (και προφανώς τον Έβερετ) τον απασχολεί η οντολογία του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, έτσι όπως αυτή διαμεσολαβείται, ερμηνεύεται και αποδίδεται πρωτίστως γλωσσικά. Και γλώσσα, για τον Έβερετ, δεν είναι μόνο (και ευτυχώς) η οσοδήποτε πειστική λογοτεχνική αντανάκλαση κάποιων συμβάντων, αλλά και η φιλοσοφική υπόσταση της εμπειρίας της γραφής όταν αυτή καλείται να συνοδέψει, να συνδράμει, να φωτίσει τη ζοφερή εμπειρία ενός σύγχρονου υποκειμένου.

«Είναι πάντα θέμα πλαισίου, πλαισίωσης του θέματος»: ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να πλαισιώσει το βίωμά του με τα σκεπτόμενα αισθήματά του που θα του δείξουν πώς να εξηγήσει (δηλαδή, σε έσχατο βαθμό, να κατευνάσει και να θεραπεύσει μέσα του) όχι μόνο το αποτρόπαιο έγκλημα που τον καθιστά θύμα (με πρώτο θύμα την κόρη του), αλλά και το πώς πέρασε ο ίδιος στη θέση του θύτη, βασανίζοντας τον (πιθανό, γιατί εδώ τίποτα δεν είναι σίγουρο) θύτη του εγκλήματος ο οποίος έχει περάσει πια στη θέση του θύματος. «Όλα τα πράγματα στον κόσμο (πού άλλού;) είναι απαραιτήτως συνδεδεμένα με κάποιο άλλο πράγμα ή κάποια άλλα πράγματα στον κόσμο»: στην πορεία του στοχασμού και αυτοστοχασμού του, ο Κίντερ θα συνδέσει την ατομική βία όχι μόνο με τη συλλογική βία, αλλά και με τη διακρατική βία που ασκεί το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο («πού αλλού;»: μόνο ένας μεταμοντέρνος θα έκανε αυτή την ερώτηση) πάνω σε όσα κράτη δεν συντάσσονται με τα συμφέροντά του (εν προκειμένω, οι ΗΠΑ στο Ιράκ, με τον επεκτατικό πόλεμο και τα βασανιστήρια στο Αμπού Γκράιμπ και αλλού, όπως στο Γκουαντάναμο).

Δεύτερη φορά στον ίδιο ποταμό

waterboardingΈνα από αυτά τα βασανιστήρια, που τα «γεράκια» του Μπους ονόμαζαν κατ’ ευφημισμόν «τεχνικές ανάκρισης», είναι το waterboarding, το επαναληπτικό πνίξιμο του βασανιζόμενου με νερό. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε αυτή την πρακτική βασανισμού, αλλά και στον Ηράκλειτο, που έχει την τιμητική του. «Και πού κολλάει εδώ ο Ηράκλειτος;» θα ρωτούσε κάποιος, όχι απαραίτητα κακοπροαίρετος. «Δεν μπορεί κανείς να μπει στον ίδιο ποταμό δεύτερη φορά»: ο Ηράκλειτος, με τα αποσπάσματα και την κοσμοθεώρησή του για το αέναο γίγνεσθαι του κόσμου, αποτελεί την ιδανική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα πατήσει ο μεταμοντέρνα εκφερόμενος λογοτεχνικός στοχασμός του Κίντερ (και του Έβερετ) για να φανερώσει τη ρευστότητα και αποσπασματικότητα της μεταμοντέρνας εμπειρίας και προφανώς τη ρευστότητα και αποσπασματικότητα του λόγου που πασχίζει να σηματοδοτήσει εμπειρίες, και μάλιστα οριακές σαν αυτές που βιώνουν οι χαρακτήρες στη Θεραπεία του νερού. Το νερό, πραγματικό και συμβολικό, δεν θα ξεπλύνει μόνο τον εικαζόμενο βιαστή και δολοφόνο από το ειδεχθές έγκλημά του, αλλά και τον σπαρασσόμενο πατέρα-αφηγητή από την απώλεια της κόρης του και τη μετατροπή του σε βασανιστή, ο οποίος έτσι καταλήγει να ταυτίζεται άθελά του με τους κρατικούς βασανιστές τους οποίους απεχθάνεται.

Στην πορεία του εξιλασμού, στην πορεία της περιγραφής του εξιλασμού, ο αφηγητής θα αξιοποιήσει ό,τι έχει και ό,τι ξέρει για να δώσει (όπως έγραφε ο Νίτσε στη Γενεαλογία της ηθικής) «νόημα» στον πόνο του, ώστε να τον αντέξει. «Εδώ ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να σταματήσω και να γράψω μια εξανθρωπιστική ιστορία γι’ αυτό το πλάσμα, κάτι για τα άθλια παιδικά του χρόνια και την αισχρή συμπεριφορά των γονιών του, για θείους και παπάδες που το κακοποίησαν, για κρίσεις από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, είτε είναι αλήθεια είτε όχι. Δεν θα του δώσω καμιά ιστορία. Αυτό, αν έχω διαπράξει κάτι κακό, είναι το μεγαλύτερό μου κακό, η μεγαλύτερή μου εκδίκηση». Εκδίκηση για τον κεντρικό ήρωα δεν είναι τόσο ο βασανισμός, όσο το ότι δεν θα αιτιολογήσει (και ως έναν βαθμό, κατ’ επέκταση, δικαιολογήσει) τις πράξεις του βιαστή και δολοφόνου με βάση το πιθανότατα προβληματικό ιστορικό του. Δεν θα δεχτεί κανένα ιστορικό, καμιά ιστορία, γνωρίζοντας καλά πως νόημα δίνουν η ιστορία, η μυθοπλασία, η μυθολογία, καθώς προσφέρουν ποικίλες θεωρήσεις της καταγωγής, της εξέλιξης και της πιθανής κατάληξής μας.

«Ένα σημαίνον μπαίνει σε ένα μπαρ…»

waterboarding
Τι άλλο θα χρησιμοποιήσει ο μεταμοντέρνος αφηγητής; Εικόνες που ζωγραφίζονται σταδιακά πάνω στη σελίδα, κολάζ με ρήσεις στοχαστών και λογοτεχνών (από Χομπς και Μπέρκλι μέχρι Σουίφτ και Κάρολ – η δε αναφορά στο ξεχασμένο αριστούργημα του Σάμιουελ Μπάτλερ Η κοινή ανθρώπινη μοίρα μας εξέπληξε ευχάριστα), πλατωνικούς διαλόγους που καταγράφονται αυτούσιοι ή παραποιημένοι, γλωσσολογικές θεωρίες, το απαραίτητο –εξαιτίας της τόσης μαυρίλας– μαύρο χιούμορ και την αδυσώπητη ειρωνεία («Ένα σημαίνον μπαίνει σε ένα μπαρ…»), καθώς και λεκτικά θραύσματα που πασχίζουν να ενοποιήσουν το θρυμματισμένο, σκεπτικιστικό εγώ του κεντρικού ήρωα (και του μεταμοντέρνου υποκειμένου, γενικότερα): «Δεν είμαι απλώς μια ύπαρξη, αν είμαι, αλλά είμαι στα σίγουρα μόνο μια εκτέλεση, η ζωή μου είναι μια περίπλοκη μοναδική πράξη, μια ψευδαίσθηση πολλών εκτελέσεων, αλλά στην πραγματικότητα μόνο μιας…». Και όταν οι γνωστές λέξεις δεν θα του αρκούν, ο Κίντερ θα αρχίσει –με τζοϊσικό τρόπο– να πλάθει νέες λέξεις, νέα νοήματα, ό,τι νέο θα τον βοηθήσει να ερμηνεύσει το αρχέγονο θέμα που ονομάζεται βία: «Μόνον η αγαπάτη είναι σε πλεύση να παραγάγει αισθητικά· μόνο σε συσχέτιση με το αγαπημένο αντικείμενο είναι πιθανή η πληγμονή της ανθρωποταπότητας».

«Ανθρωποταπότητα» λοιπόν: αφόρητο, όσο και υπαρκτό, το ποταπό στοιχείο της ανθρωπότητας ξεδιπλώνεται σε αυτή τη φρικτή ιστορία, μα ευτυχώς ο Έβερετ δεν παρασύρεται από μια ψευδοτραγικότητα που τόσο έχουμε βαρεθεί στην τέχνη. Η τραγικότητα δεν χτίζεται με ένα σκληρό θέμα και μερικές βαρύγδουπες λέξεις, θα υποδηλώσει και θα δείξει ο Έβερετ, διότι αυτό είναι όχι μόνο εύκολο, αλλά και το μισό της ανθρώπινης κατάστασης. Το άλλο μισό είναι η υπέρβαση, κι αυτή δικαιολογείται να αξιοποιεί ό,τι μέσο διαθέτει για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει και είναι ισχυρή. Εξού και το μυθιστόρημα του Έβερετ, παρά το βαρύ κι ασήκωτο θέμα του, διαπνέει μια παραδόξως αναζωογονητική δύναμη που, σε όρους του Φρόιντ, θα αποκαλούσαμε τη δύναμη που πρέπει να βρει το αδύναμο ορθολογικό «εγώ» ώστε να πάρει (όσο μπορεί) τη θέση του παντοδύναμου ορμικού «Αυτό».

Αυτή τη δύναμη του την προσφέρει η στοχαστική του σκευή και η μεταμοντέρνα αξιοποίησή της, που, καθώς έχει γίνει με σύνεση και πειθώ, δεν καταλήγει στον απόλυτο μηδενισμό: απεναντίας, ο κεντρικός ήρωας προβάλλει την ηθική της αντίδρασης και της πάλης. Σημασία, προπαντός, έχει πως αναγνωρίζει ότι τα ανθρώπινα προβλήματα είναι άλυτα, εξού και δεν προσφέρει ουτοπικές λύσεις: πώς γίνεται, αναρωτιέται, «απλώς να φανώ σαν ένας άντρας που ντρέπεται για τη χώρα του και παλεύει ν’ αρθρώσει μιαν ηθική αλήθεια χωρίς ν’ ακούγεται αφελής, κάτι που αναμφίβολα είμαι, αλλά αυτό με βάζει στη λάθος μπάντα;». Ο Κίντερ (και ο Έβερετ) δεν είναι αφελείς: αναγνωρίζουν πως όταν διατυπώσουν μια κρίση, αυτή μπορεί κάλλιστα να υπονομευτεί ή και να αρθεί με αντίθετα επιχειρήματα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις σπεύδουν οι ίδιοι να τα ξεδιπλώσουν ενάντια στην ίδια τους την κρίση.

Για παράδειγμα, ο Κίντερ, παρότι έγινε βασανιστής και συνειδητοποιεί ότι «το αίμα κολλά στα πράγματα», γνωρίζει πως υπάρχει μια ουσιαστική ηθική διαφορά ανάμεσα στον ίδιον και στους «εκπαιδευμένους φονιάδες», όπως αποκαλεί τους αμερικανούς στρατιώτες. Αυτή δεν είναι όμως η τελευταία του λέξη: «κι ωστόσο πασχίζω να επηρεάσω (ένα ρήμα που ακόμα δεν μπορώ να το αποδεχτώ εντελώς) την κρίση σου, για να φανταστείς έστω ότι υπάρχει κάτι σ’ αυτό τον κόσμο το οποίο πολύ θα ήθελα να προσέξεις». Ούτε και αυτή όμως είναι η τελευταία του λέξη: «Παρόλο που ποτέ δεν θέλησα το κακό της, παρόλο που ποτέ δεν την εξέθεσα σε κίνδυνο, παρόλο που αγνοούσα τις συνθήκες του κακού που της συνέβη, ήμουν και είμαι ένοχος…». Ο κλασικός συγγραφέας θα έδινε πιθανότατα μια λίγο-πολύ οριστική λύση για τον κεντρικό ήρωά του. Ο μεταμοντέρνος συγγραφέας αφήνει (σχεδόν) τα πάντα ανοιχτά. Η διερώτηση δεν σταματά, ο ήρωας δεν γαληνεύει, σχεδόν όλα παραμένουν ρευστά: αυτή είναι η αφόρητη συνθήκη της μεταμοντέρνας ψυχής.

Αναζητώντας επαρκή αναγνώστη

Μήπως όμως αυτός ο τρόπος γραφής δυσκολεύει τον αναγνώστη; Γιατί ο συγγραφέας δεν αφηγείται την ίδια ιστορία απλά, αλλά «βασανίζει» κι εμάς με τη σειρά μας; Την απάντηση δίνει ο Κίντερ, και μέσω αυτού ο Έβερετ (αν προς στιγμήν τον θεωρήσουμε άλτερ έγκο του): «Δεν πιστεύω πως η τέχνη πρέπει σώνει και καλά να ‘ναι σαν ορθάνοιχτη πόρτα. Πρέπει να είναι τείχος, ένα τείχος που πρέπει να σκαρφαλώσεις ή ένα ναρκοπέδιο που πρέπει να προσέξεις καλά πώς θα διασχίσεις». Βέβαια, ο συγγραφέας-αφηγητής της Θεραπείας του νερού γνωρίζει πως δεν γράφει καλά βιβλία, π.χ. σαν αυτά που γράφει ο συγγραφέας-αφηγητής του Σβησίματος, αλλά ρομάντζα της πεντάρας προκειμένου να ζει από τις πωλήσεις (η επιτυχής ειρωνική αντιστροφή είναι ότι στο Σβήσιμο ο καλός συγγραφέας γίνεται διάσημος γράφοντας ένα κακό βιβλίο, ενώ στη Θεραπεία του νερού ο συγγραφέας των ρομάντζων εντέλει αποδεικνύει ότι ξέρει να γράφει καλά).

Ο Έβερετ προκρίνει λοιπόν μια θεώρηση της τέχνης και της λογοτεχνίας που δεν λαϊκίζει: ο καλλιτέχνης, εφόσον αντιλαμβάνεται έναν τόσο πολύπλοκο κόσμο, οφείλει να τον αποδώσει ανάλογα, βάζοντας εμπόδια στον αποδέκτη της τέχνης, όχι όμως από ματαιοδοξία ή σαδισμό, αλλά από τη διάθεση να τον μετακινήσει από τη βολική θέση του, να του κλονίσει πάγιες πεποιθήσεις, να του ανατρέψει την αιτιακή και γραμμική θεώρηση των πραγμάτων που έχει συνηθίσει. Απέναντι στην εύπεπτη τέχνη και λογοτεχνία, ο Έβερετ αντιτάσσει μια ριψοκίνδυνη αναγνωστική διαδικασία, που χωρίς να είναι ελιτίστικη, προσβλέπει στη διεύρυνση και εκλέπτυνση των αναγνωστικών αντανακλαστικών μας. Όσοι νομίζουν πως φτιάχνοντας μιαν άκρως βατή και προσιτή τέχνη πλησιάζουν περισσότερο τον «λαό» ή τον «μέσο» άνθρωπο, πρέπει να ξέρουν πως φέρουν την ευθύνη για τις παράπλευρες απώλειες: με τον καλλιτεχνικό λαϊκισμό τους τον χαϊδολογούν, τον κολακεύουν, τον αποκοιμίζουν. Αν αυτός είναι ο έσχατος στόχος τους, ας έχουν τουλάχιστον το θάρρος να τον παραδέχονται.

Ο μεταμοντέρνος λόγος έχει δεχτεί πυρά από διάφορες πλευρές, και συχνά πετυχημένα, με κύριους στόχους τις ρητορικές υπερβολές, τον λεκτικό αυνανισμό, την προσπάθεια αποδόμησης κάθε αλήθειας, την τακτική της αντιγραφής και του συμπιλήματος κ.λπ. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Θεραπείας του νερού: ο Έβερετ αξιοποιεί με εύστοχο τρόπο αρκετά από τα γνωρίσματα της μεταμοντέρνας πεζογραφίας που είδαμε συνοπτικά στην αρχή του κειμένου. Το τεθλασμένο πέρασμα από την εξομολόγηση στον στοχασμό του υποκειμένου, στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση, στη θεωρία της γλώσσας και ξανά πίσω στην εξομολόγηση διαμορφώνει ένα κείμενο συγκινητικό, πολυδιάστατο και εκκεντρικό, μα ευτυχώς ποτέ άκεντρο – σε αυτό συνέβαλε η μετάφραση του Δημήτρη Αθηνάκη, που «έπιασε» το συστηματικά εναλλασσόμενο πνεύμα του κειμένου, ενώ το πλούτισε και με δεκάδες πολύτιμες υποσημειώσεις.

Το μεταμοντέρνο ενυπάρχει ακόμα και στο όνομα Ishmael Kidder: το μικρό όνομα αποτελεί σαφή νύξη στον ομώνυμο ήρωα του Μέλβιλ, ενώ το επίθετο σημαίνει «Πειραχτήρι». Ως μεταμοντέρνο θα θεωρήσουμε εδώ οτιδήποτε στοχεύει στο να «πειράξει», με τις διάφορες σημασίες του ρήματος, δυνάμει όλη τη γραμματεία του παρελθόντος. Τέλος, ο Έβερετ κατορθώνει να ξεπεράσει και τον σκόπελο του μαξιμαλισμού, πάνω στον οποίον προσκρούουν συχνά κάποιοι μεταμοντέρνοι συγγραφείς λόγω (εδώ θα ταίριαζε και το «εξαιτίας») της υπέρμετρης αγάπης τους για τα παραθέματα και τις δεδηλωμένες επιδράσεις. Όσα έχει γράψει παλαιότερα ο Κ. Κατσουλάρης για το Σβήσιμο («ένα κείμενο-υπόδειγμα σύγχρονης γραφής, που εκπλήσσει με τη θεματική και μορφολογική τολμηρότητά του, δίνοντας ένα μέτρο για το πώς μπορεί να μοιάζει σήμερα ένα μοντέρνο μυθιστόρημα που δεν γυρίζει την πλάτη του στον αναγνώστη») ισχύουν και για τη Θεραπεία του νερού.

Στις περίφημες Σκέψεις του (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), ο Πασκάλ γράφει: «Πυρρωνισμός. – Εδώ θα καταγράψω τις σκέψεις μου άτακτα, και ίσως όχι με μιαν άσκοπη σύγχυση: αυτή είναι η αληθινή τάξη, που πάντα θα δηλώνει το αντικείμενό μου διά της ίδιας της αταξίας. Θα τιμούσα πολύ το θέμα μου, αν το πραγματευόμουν με τάξη, γιατί θέλω να δείξω ότι είναι ανίκανο για κάτι τέτοιο». Το ίδιο κάνει ο Έβερετ στη Θεραπεία του νερού: ο σκεπτικισμός του μεταμοντέρνου κόσμου απαιτεί μια αντίστοιχη αταξία, μια ούτως ειπείν εύτακτη αταξία, κατά την αποτύπωσή του, προκειμένου να γίνει κατανοητός, μεταδόσιμος, και κυρίως βιώσιμος.

Του Γιώργου Λαμπράκου

everett therapeia tou nerou
Η θεραπεία του νερού
Πέρσιβαλ Έβερετ
Μτφρ. Δημήτρης Αθηνάκης
Εκδόσεις Πόλις, 2013
Τιμή: € 16,00, σελ. 280

 

 

 

Πηγή: www.bookpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σχολιάστε